- ἐναράομαι
- ἐνᾰράομαι,A = ἐνεύχομαι, adjure by,
ἐ. σοι τὴν ὑγίειαν τοῦ πατρός PSI 4.416.7
(iii B. C.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἐ. σοι τὴν ὑγίειαν τοῦ πατρός PSI 4.416.7
(iii B. C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἐναρεῖ — ἐναράομαι adjure by pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)